ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ – ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΑΡΧΟΝΤΙΚΟ
Μια ιστορία με όνειρα και δημιουργίες. Ένα Όραμα. To Αρχοντικό Χατζή.
Από τον ποιητή και λογοτέχνη Σερ Τέρενς Κάουελ.
Μια σειρά από καθόλου τυχαίες συγκυρίες οδήγησε την οικογένεια Χατζή, μια ιστορική οικογένεια με παλαιά καταγωγή από τη Σμύρνη στην απόκτηση του κτήματος, -ήταν ένας λόφος σε μια εξαιρετική τοποθεσία, που στην κορυφή του απλωνόταν ένα μεγάλο οροπέδιο με καταπληκτική θέα προς όλες τις πλευρές και κυρίως δυτικά προς τον Σαρωνικό και τις κοιλάδες της Αναβύσσου.
Η ατμόσφαιρα εκεί επάνω είχε μια ιδιαίτερη διαύγεια, μια «αύρα» πολύ γοητευτική και έντονη ενέργεια, όπως λένε σήμερα. Ευαίσθητοι σε τέτοιου είδους δονήσεις οι αρχηγοί της οικογένειας , λάτρεις της τέχνης και της βυζαντινής παράδοσης, πεισθήκαν αμέσως ότι ήταν ο τόπος για να δημιουργήσουν ένα όνειρό ζωής. Να οικοδομήσουν δηλαδή έναν χώρο πολιτισμού που η ίδια η μορφή του να παραπέμπει σε κάθε τι Ελληνικό – ίσως ένα βυζαντινό κάστρο ή ένα μεταβυζαντινό αρχοντικό, για να φιλοξενεί το φιλότεχνο κοινό και γενικότερα τους ανθρώπους της πνευματικής αναζήτησης – που εκφράζεται μέσα από τις καλές τέχνες.
Αυτό απευθυνθήκαν σε έναν από τους μεγάλους σύγχρονους αρχιτέκτονες στην Ελλάδα, τον καθηγητή του Ε Μ Πολυτεχνείου ΓΜ.
Την μελέτη εκπόνησε ο αρχιτέκτονας, ιστορικός και καθηγητής της Ρυθμολογίας στο Ε.Μ. Πολυτεχνείο Δρ. Γ.Α.Προκοπίου, ευρέως γνωστός από τα βιβλία και τα άρθρα του για την βυζαντινή συμβολική αρχιτεκτονική και την παραδοσιακή μορφολογία.
Συνεργαστήκανε πολλά χρόνια μαζί του για να γίνουν τα σχέδια κι οι λεπτομέρειες, κάθε κουφώματος και κάθε επίπλου και για να χτιστεί το οικοδόμημα που επέβλεψε μέχρι το τέλος. Ήταν πια για όλους ο «δάσκαλος».
Η βασική ιδέα της οικογένειας Χατζή ήταν να δημιουργήσουν στην κορυφή του λόφου ένα νεοβυζαντινό αρχοντικό με πρότυπο τις μεγάλες βίλλες της Τοσκάνης, εκείνες που έφεραν στην Ιταλία τις ιδέες που ήρθαν από την Κωνσταντινούπολη, και τόσο αποτελεσματικά αναπλάστηκαν κι αφομοιώθηκαν από τον μεγάλο Παλλάντιο και τη Σχολή του. Παρόμοιο κατόρθωμα είχε πετύχει παλαιότερα ο Κλεάνθης χτίζοντας τα παλάτια της Δούκισσας της Πλακεντίας.
Οι ιδιοκτήτες πίστευαν ότι ο νέος αυτός και διαφορετικός [και ίσως μοναδικός στο είδος του] Πολυχώρος Πολιτισμού έπρεπε να ενσωματώσει-με έναν μετρημένο εκλεκτικισμό-στοιχεία που να αναφέρονται τόσο στην αρχαία όσο και στη βυζαντινή και μεταβυζαντινή Ελλάδα, χωρίς να γίνει το κτήριο ένα δειγματολόγιο αρχιτεκτονικής μορφολογίας, πράγμα βέβαια πάρα πολύ δύσκολο. Ο «δάσκαλος» δημιούργησε μια σύνθεση πολλών στοιχείων, που υπακούουν σε μια ενοποιούσα ιδέα. Έσπασε τη μεγάλη έκταση των προσόψεων σε μικρότερες ενότητες, κεραμοσκεπείς μικρούς όγκους με διαφορετικά ύψη, εναλλασσόμενα πλήρη και κενά, αλλαγές στην υφή και το χρώμα των υλικών, φτιάχνοντας τελικά μια παραμυθένια εικόνα, από κάποιο έργο – θα έλεγες – του Ντε Κίρικο.
Τα παραδοσιακά και σπάνια υλικά, τα συμβολικά και μαγικά ανάγλυφα και τοιχογραφήματα, οι τοίχοι από ζεστή ξυλόπετρα και τα δάπεδα από αρχαία μάρμαρα, φωτισμένα από μεγάλα ανοίγματα στη μοναδικές θέες ,οι ανοιχτές διατάξεις κι η σχέση υπαίθριων και κλειστών χώρων αποτελούν τα στοιχεία που κάνουν τον Πολυχώρο Πολιτισμού του κτήματος Χατζή μια μοναδική αισθητική εμπειρία κι ένα «σκηνικό» ενός δρώμενου που αξίζει να το δει και να το ζήσει κανείς.
Ένα τόσο μεγάλο τεχνικό έργο δεν θα μπορούσε να υλοποιηθεί χωρίς την συστράτευση ενός από τους καλύτερους κατασκευαστικούς φορείς, τον «Όμιλο CMS» που ανήκει στην οικογένεια Χατζή και ένα δυναμικό επιτελείο ειδικών επιστημόνων, μηχανικών και καλλιτεχνών κάθε κλάδου, κάτω από την αυστηρή επίβλεψη του καθηγητή Γ. Προκοπίου.
Η μεγαλόπνοη κατασκευή αυτή πήρε χρόνια για να ολοκληρωθεί, καθώς οι επιλογές των τεχνολογιών, του εξοπλισμού, των νέων οικοδομικών μεθόδων και των διακοσμητικών λεπτομερειών ερευνήθηκαν πολύ κι ανανεώνονταν συνεχώς. Το αποτέλεσμα όμως είναι αντάξιο όλων αυτών των κόπων : είναι μια παρουσία σφραγισμένη με ελληνική ενέργεια και βυζαντινή μεγαλοπρέπεια και με μια αύρα ομορφιάς κι υψηλής αισθητικής δόνησης.
Το Αρχοντικό Χατζή πλαισιωμένο από λιθόστρωτα καλντερίμια κι έναν ελαιώνα με δέντρα – γλυπτά 250 ετών με παρτέρια και παλλαϊκά σιντριβάνια μεταφέρει τον επισκέπτη πίσω στο χρόνο ενώ διδάσκει τους νεώτερους τις αξίες της ελληνικότητας που χάνεται μέσα στη λαίλαπα του σύγχρονου υλιστικού κόσμου.
Σαν ένας ξένος επισκέπτης καταθέτω την ομολογία ότι σε κανέναν σύγχρονο χώρο δεν βίωσα την συγκίνηση της μνήμης της ελληνικής ψυχής μέσα από ένα έργο αρχιτεκτονικής παραδοσιακής έμπνευσης.
ΕΝΑ ΝΕΟΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΚΑΣΤΡΟ ΣΤΗ ΣΙΝΤΕΡΙΝΑ ΤΗΣ ΑΝΑΒΥΣΣΟΥ.
Από τον αρχιτέκτονα, ιστορικό και καθηγητή Ρυθμολογίας στο Ε.Μ. Πολυτεχνείο Δρ. Γ.Α.Προκοπίου.
Στο ιδιόμορφο και εξαιρετικά πλεονεκτικό κτήμα των 7 στρεμμάτων, και μάλιστα στο ωραίο και ευρύ οροπέδιο του ζητήθηκε η δημιουργία μιας ιδιαίτερης σύνθεσης από άποψη μορφολογική και συμβολική, ένα «ιστορικό» βυζαντινού ρυθμού αρχοντικό, που να δεσπόζει στην κορυφή του λόφου Σιντερίνα ατενίζοντας την Αττική Ριβιέρα.
Θα έπρεπε να συνδυάζει τις συνθετικές αρχές μιας σύγχρονης και λειτουργικής μονάδας πολιτισμού με μια νοοτροπία κι αισθητική παραδοσιακή ως προς τη χρήση των μορφών και των υλικών. Η επιδίωξη των ιδιοκτητών του Κτήματος να υλοποιήσουν ένα ρομαντικό όνειρο – όπου φυσικά εγχώρια υλικά και αρχιτεκτονικά ιστορικά ιδιώματα του Ελληνικού χώρου από την αρχαιότητα ως σήμερα θα αναπλάθονταν και θα συνδυάζονταν «σημειολογικά» έκανε το έργο του αρχιτέκτονα δυσχερέστατο – γιατί τίποτα δεν είναι πιο εύκολο από το να ολισθήσει μια τέτοια απόπειρα στο άτεχνο ή υπερβολικό κολάζ ασύμβατων και κακότεχνων στοιχείων.
Προσπάθησα να συνδυάσω τα διδάγματα του μεγάλου δάσκαλου Δ. Πικιώνη, που πάντοτε με συγκινούσαν για την πνευματικότητα τους με τις αρχές της σύγχρονης αρχιτεκτονικής για καθαρές, λειτουργικές κι ενοποιημένες διατάξεις μαζί με την αξιοποίηση της καταπληκτικής θέας.Κατέληξα σε μια πολύ επιμήκη κάτοψη με μικρό βάθος χώρων ώστε να «ανοίγουν» οι περισσότεροι και στις δύο κύριες προσόψεις δηλ. αυτή του κήπου, απ΄όπου γινόταν η πρόσβαση προς το αρχοντικό κι αυτή του οροπεδίου, με τη θέα στο Σαρωνικό, όπου θα φτιαχνόταν και η πισίνα με τις πέργκολες και το περίπτερό της.Προσπάθησα να «σπάσω» τη μεγάλη μάζα του κτηρίου σε μικρότερες ενότητες, όγκους με ποικίλα ύψη και σκιερές εσοχές, διαφορετικής μορφής στέγες που παρουσιάζουν πολυσήμαντη ποικιλία σε ύψη, μεγέθη, τύπους και σημασία.Έτσι το ρομαντικό πνεύμα που κυριαρχεί στη σύνθεση δίνει τελικά την εντύπωση ενός συγκροτήματος μάλλον, μιας γειτονιάς, κι όχι ενός μεγάλου οικοδομήματος.Έπρεπε πλέον να αντιμετωπίσω το «ιδεολογικό» ζήτημα – δηλαδή την δημιουργία ενός «μνημείου», εννοώντας με τον όρο αυτό την σύνθεση στοιχείων που να είναι φορείς μνήμης ελληνικής από όλες τις περιόδους της μακραίωνης αρχιτεκτονικής μας παράδοσης.
Τα εγχώρια φυσικά υλικά θα έδιναν το σωστό χρώμα και την υφή, πέτρες ακανόνιστες ντόπιες για τις μάντρες και τα ημιυπόγεια, θυμιανούσικη ξυλόπετρα για τις καμάρες και τους τοίχους του ισογείου, παλιά τούβλα για τα τόξα γενικά και τους πεσσούς στις πέργκολες, κόκκινα κεραμίδια στις σκεπές, ξυλεία για τα χαγιάτια και τα πατάρια-καστανιές από το Άγιον Όρος, τοιχογραφίες στις κόγχες με πατροπαράδοτα συμβολικά μοτίβα, κεραμικά ανάγλυφα εντοιχισμένα σαν κτητορικές επιγραφές σε κρίσιμα σημεία, τονισμένες αναφορές στη σχέση των επιλογών αυτών με την μεσαιωνική και αναγεννησιακή αρχιτεκτονική. Ακόμη και οι μπαλούστρες στον εξώστη πάνω από την λότζια της εισόδου θυμίζουν το αντίστοιχο στοιχείο που επινόησε ο Μιχαήλ Άγγελος για το Παλάτσο Παντολφίνι στη Φλωρεντία.
Σκυριανοί και Χιώτες τεχνίτες μαρμάρων και Ηπειρώτες πετράδες, στεγάδεςαπό το Πήλιο, Σίφνιοι κεραμοποιοί παραδοσιακοί ξυλουργοί και χτίστες τζακάδες και άλλοι πολλοί μάστορες, που επελέγησαν με πολύ προσοχή, δούλεψαν με μεράκι κι υπομονή για να πετύχουν ένα αποτέλεσμα αυθεντικότητας κι αξίας .
Από πλευράς μορφολογικής το κτήριο μας «δέθηκε» με ένα κεντρικό θέμα, ένα τοξωτό προστώο σαν τρίβηλο, με ισχυρούς πεσσούς που βαστούν τρείς όμοιες ημικυκλικές καμάρες, όλες χτισμένες από χιώτικη πέτρα με ένθετα κεραμικά κοσμήματα, μικρές πινελιές χρώματος. Το θέμα αυτό επαναλαμβάνεται σαν σήμα κατατεθέν στον προθάλαμο του αρχοντικού και στο κέντρο του περίπτερου της πισίνας. Είναι παρμένο από την συμβολική αρχιτεκτονική των βυζαντινών ναών, και υπενθυμίζει στον προσκυνητή το Δόγμα της Αγίας Τριάδος και την ιερή σημασία του αριθμού 3, αντίληψη κοινή σε πολλές παραδόσεις της ανατολής.
Είναι η στοά αυτή στεγασμένη με ξύλινο ταβάνι πάνω σε δοκάρια βαθύχρωμης καστανιάς και ο εξώστης που δημιουργείται έτσι στον πρώτο όροφο κάνει να υποχωρεί σημαντικά η πρόσοψη στο επίπεδο αυτό. Η σύνθεση αυτή θυμίζει τα παλάτια και τις εξοχικές επαύλεις της Τοσκάνης, όπως τη Βίλλα Τρισσίνο στη Βιτσέντζα, τη Βίλλα Πιζάνι ή τη Βίλλα Γκόντι του Παλλάντιο , τη Βίλλα Τσεντινάλε στη Σιένα ή ακόμα και το Παλάτσο Φαρνέζε, αλλά εγώ προτιμώ να πιστεύω ότι η πραγματική πηγή έμπνευσης της είναι η στοά της Παναγίας στον Όσιο Λουκά η του Μοναστηριού γύρω από τη Μητρόπολη του Μιστρά
Το κεντρικό αυτό θέμα περιβάλλεται από δύο «πύργους» που δημιουργούν την αίσθηση μιας αβέβαιης συμμετρίας ενώ οι πτέρυγες στα άκρα υποχωρούν και διαφοροποιούνται, σαν δευτερεύουσες προσθήκες, κάποιας άλλης εποχής. Έτσι το σύνολο αποκτά μεγάλη ογκοπλαστική ποικιλία και γραφικότητα, που διασπά την τάξη του τελειωμένου σχεδιασμού του κεντρικού σώματος και κάνει να συνυπάρχουν και να συνδιαλέγονται δημιουργικά η κλασσική συμμετρία και η ρομαντική ακανονιστία.
Την επιλογή αυτή χαρακτηρίζει ένας έντεχνος ιστορικισμός. ΄Ετσι το σύνολο των ενοτήτων του κτηρίου δίνει την εντύπωση ότι στο βασικό σώμα-κεντρικό και συμμετρικό- προστέθηκαν σε άλλες χρονικές στιγμές πτέρυγες που στέγασαν διάφορες χρήσεις, ώστε η αίσθηση μιας συνεχιζόμενης ιστορίας και μιας ανολοκλήρωτης ακόμη σύνθεσης προβάλλεται διακριτικά.
Μέσα στο προστώο – τη λότζια που περιγράψαμε – βρίσκει ο επισκέπτης την κεντρική είσοδο, μια περίτεχνη δρύινη εξώπορτα με καλοδουλεμένα μαρμάρινα πλαίσια και φεγγίτη τοξωτό, που την συνοδεύουν, δεξιά κι αριστερά, δυό παράθυρα, με παραδοσιακά θυμιανά μαντώματα. Η κλασσική αυτή «τριάδα» των ανοιγμάτων οδηγεί στον προθάλαμο του συγκροτήματος όπου άλλα τρία μεγάλα τοξωτά τζαμωτά παρασύρουν το βλέμμα έξω από τον εσωτερικό χώρο στις ανοιχτές αυλές, τις πέργκολες και την πισίνα κι ακόμη πιο πέρα στη μαγευτική θέα προς τον Σαρωνικό και τις κοιλάδες της Αναβύσσου, εξαίσια τοπία λουσμένα στο Αττικό φως.
Στον προθάλαμο αυτό βρίσκεις τη σκάλα που οδηγεί στον όροφο αλλά και στην κάτω στάθμη που στεγάζει χώρους πνευματικών και πολιτιστικών δραστηριοτήτων [αίθουσες κινηματογραφικών προβολών, γυμναστηρίων και γιόγκα] καθώς και διαμερίσματα φιλοξενίας των επισκεπτών. Εκεί με έντεχνη χρήση υλικών και στοιχείων δίνεται η εντύπωση ενός σοκακιού γεμάτου με οπτικές εκπλήξεις.
Οι κύριοι χώροι υποδοχής και εκθέσεων και το γραφείο ανοίγονται στα αριστερά κι έχουν μεγάλα παράθυρα στη θέα. Τα δάπεδά τους και τους τοίχους ντύνουν μάρμαρα από τη Σκύρο, την Επίδαυρο και την Πεντέλη από τα ίδια λατομεία που προμήθευαν τον αρχαίο κόσμο, Ελλάδα, Ρώμη και Βυζάντιο, με σπάνια κομμάτια.
Τα σχέδια ακολουθούν περίκεντρες διατάξεις γύρω από συμβολικά ομφάλια, που σηματοδοτούν τα κέντρα των χώρων – συνειδητή αναφορά στα μαρμαροθετήματα των μεσαιωνικών μοναστηριών.
Στην πρώτη αίθουσα ένα τμήμα γίνεται διώροφο και μέσα στον τετράγωνο, πυραμιδόμορφο πύργο του ένα ξύλινο πατάρι κρέμεται τολμηρά επάνω σε σιδερένια φουρούσια με χειροποίητους καράβολους και μπρούτζινα γλυπτά στολίδια, ωραία δείγματα σύγχρονης ελληνικής μεταλλοτεχνίας. Εκεί κι ένα εντυπωσιακό πολύφωτο που ζυγιάζεται ακριβώς επάνω από το κεντρικό ομφάλιο που με τα γεωμετρικά του σχήματα υπαινίσσεται έναν δικέφαλο αετό με απλωμένα τα φτερά σε ανατολή και δύση.
Η μικρή «ιδιωτική» αίθουσα του ισογείου φωτίζεται από μεγάλα παράθυρα παρμένα απ’ τα βορειοελλαδίτικα χαγιάτια, που προεξέχουν σαν παραδοσιακό «σαχνισί» έξω από το σώμα του κτηρίου και προσφέρουν ανεμπόδιστη θέα στον κήπο, φυτεμένο με παμπάλαιες ελιές και παραγωγικά αμπέλια, και στις λοφοσειρές στο βάθος. Στα περσικά σαχνισί σημαίνει «κάθισμα του βασιλιά» και χαγιάτι «χώρος ζωής».
Η κάτοψη του κήπου είχε σχεδιαστεί συμμετρική με κεντρικό μοτίβο ένα συμβολικό δισκοπότηρο για να παραλάβει το κρασί απ’ τα σταφύλια του κτήματος.
Ξύλινα μπαλκόνια σαν χαγιάτια ανοίγουν τους χώρους υποδοχής του ορόφου προς την ύπαιθρο και μια ακανόνιστη ποικιλία από κεραμοσκεπές τετράρριχτες και δίρριχτες επιστέφει το συγκρότημα με στοιχεία πλαστικού ενδιαφέροντος και ζεστό χρώμα.
Ιδιαίτερη προσοχή δόθηκε στην υφή των εσωτερικών τοίχων που έγιναν από πέτρα με ξυλοδεσιές καστανιάς και στις επενδύσεις από παλιό τούβλο ώστε να αναδειχθούν αυτές σε ανάγλυφες καλλιτεχνικές συνθέσεις, προσδίδοντας έναν δυνατό χαρακτήρα με παραδοσιακές αναφορές σε κάθε χώρο.
Ιδιαίτερα πρέπει να σταθούμε στις τοιχογραφίες της λότζιας που δημιουργήθηκαν από τον ζωγράφο και συντηρητή έργων τέχνης κ. Αθαν. Μαριολόπουλο, πάνω σε παλαιά Ροδοσταυρικά πρότυπα κι αποτελούνται από ένα δικέφαλο αετό αριστερά κι έναν αμφορέα με κρίνα στα δεξιά. Ενταγμένα από αιώνες μέσα στην θρησκευτική και διακοσμητική παράδοση των Ελλήνων είναι σύμβολα ιστορικής συνέχειας αλλά και αποτροπαικα . Ο αετός, το έμβλημα της ανατολικής αυτοκρατορίας, είναι πάντα σύμβολο δυνάμεως και προστασίας, η αρσενική φρούρηση και σοφία, ενώ τα κρίνα, η γυναικεία φύση, αγνότητα, αγάπη, άνθηση και ζωή. Και όπως κάθε σύμβολο εκφράζουν διακριτικά μια αλληγορία για τις αξίες της ζωής και της ηθικής. Τα ίδια θέματα ξαναβρίσκουμε στα υαλογραφήματα, τα βιτρώ της σκάλας, σε σχέδια του αρχιτέκτονα.
Στην αυλή του Αρχοντικού με την άπλετη θέα στο απέραντο γαλάζιο ο επισκέπτης σταματά για να θαυμάσει κι ένα ψηφιδωτό πίνακα με 2 παγώνια-το ζευγάρι. Το παγώνι είναι παλαιοχριστιανικό και βυζαντινό σύμβολο με πολλά μεταφυσικά νοήματα.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Άραγε το όραμα της οικογένειας Χατζή για ένα παραμυθένιο κάστρο πραγματοποιήθηκε; Στα χρόνια που περνούν ο Πολυχώρος Πολιτισμού μοιάζει όλο και πιο μαγικός καθώς γεμίζει από νέα ζωή και δραστηριότητες.
Οι ξεχωριστοί άνθρωποι που το διευθύνουν το μοιράζονται όχι μόνο με φιλότεχνους και καλλιτέχνες αλλά και με όσους υποκύπτουν στη γοητεία του τόπου και της ιδιαίτερης ακτινοβολίας της μορφής του και το επιλέγουν για να γιορτάσουν εκεί τις σημαντικές στιγμές της ζωής τους.